- περσοδιώκτης
- ὁ, Αδιώκτης, νικητής τών Περσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + διώκτης (< διώκω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Περσοδιώκτην — Περσοδιώκτης chaser of the Persians masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)